βαριαναστενάζω

βαριαναστενάζω
-αξα, αναστενάζω από βαθιά, με πολύ πόνο: Τι έχεις και βαριαναστενάζεις;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαριαναστενάζω — βαριαναστενάζω, βαριαναστέναξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαριαναστενάζω — αναστενάζω βαθιά …   Dictionary of Greek

  • βαρυστενάζω — και βαρια και βαριοστενάζω αναστενάζω βαθιά, βαριαναστενάζω …   Dictionary of Greek

  • βαρυστενάζω — βλ. βαριαναστενάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”